Γύρος Κόσμου - Ινδία

Πρωινή εικόνα των Ιμαλαΐων από το αεροπλάνο

ΔΕΛΧΙ

«Η ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ» και «ΜΑΘΕΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ» και «Η ΛΕΠΡΑ ΓΙΑΤΡΕΥΕΤΑΙ, ΜΙΛΗΣΤΕ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ ΣΑΣ». Πλάκα μου κάνετε! Μάλλον θα έχουν ξεμείνει οι ταμπέλες στο αεροδρόμιο του Δελχίου από πριν την ανακαίνιση, γιατί το κτίριο του αεροσταθμού είναι ό,τι πιο μοντέρνο έχω δει σε αεροδρόμιο! Το ίδιο και με το εναέριο μετρό που σε πάει στο κέντρο της πόλης, περνώντας πάνω από τον πιο σύγχρονο αυτοκινητόδρομο, που τύφλα να έχουν οι Ιονία και Ολυμπία Οδοί μαζί! Εξάλλου, πριν φύγω πήγα από το Υγειονομικό στην Αλεξάνδρας και τους ρώτησα αν χρειάζεται να κάνω εμβόλια για την Ινδία, με την απάντηση τους να είναι «κοιτάξτε, η Ινδία δεν είναι Αφρική, οπότε δεν θεωρούμε υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, κάνουμε μια απλή σύσταση για το εμβόλιο του τυφοειδούς πυρετού, το όποιο όμως έτσι κι αλλιώς μας έχει τελειώσει , άρα αγνοήστε τη σύσταση (!!!)». Βέβαια το feedback που είχα από φίλους που είχαν έρθει στην Ινδία πριν από μένα ήταν ότι είναι το πιο βρώμικο, το πιο μολυσμένο μέρος στο πλανήτη, αλλά «ωχ μωρέ αδερφέ», είναι αυτοί που δε πάνε σε δημόσια τουαλέτα ή δε τρώνε μπιφτέκι «έξω»!

Ο σιδηροδρομικός σταθμός του
Νέου Δελχί (ή του Νέου ΔελχίΟΥ;;;)
Φτάνω στο κεντρικό σταθμό της πόλης και από την υπόγεια πλατφόρμα κιόλας αρχινάει να μού ‘ρχεται μια μπόχα που όμοιά της έχω μυρίσει μόνο στα Άνω Λιόσια κοντά στη χωματερή. Όσο ανέβαινα τις κυλιόμενες σκάλες προς την έξοδο, τόσο η μπόχα γινόταν πιο έντονη και με το που διαβαίνω την εξώπορτα με χτυπάει κατάμουτρα ένα κύμα μπόχας, σκόνης, νέφους, ζέστης και υγρασίας! Μα τω Θεώ, σκέφτηκα να γυρίσω πίσω με το τρένο στο αεροδρόμιο και να πάρω τη πρώτη πτήση για οπουδήποτε, αρκεί να φύγω από ΄δω! Αλλά στάσου μια στιγμή: αυτός εκεί απέναντι, που του λείπουν ένα χέρι κι ένα πόδι, γελάει. Και ο άλλος παραπέρα, που του κρέμεται το ένα μάτι, επίσης γελάει! Μα και ο τρίτος εκεί; Που τέτοια χαρά που βρήκε στο δρόμο μια μισοφαγωμένη μπανάνα και τη μάζεψε και την έφαγε και τώρα χοροπηδάει σα παιδί που του δώσαν’ γλυφιτζούρι! Κάτσε, γιατί αρχίζει κι έχει ενδιαφέρον το πράγμα. Είναι όλοι τους τρελοί ή ξέρουν κάτι που δε ξέρω; Η απάντηση θα έρθει αργότερα, αλλά προς το παρόν πρέπει να βρω το Youth Hostel που έχω κλείσει.

Συνηθισμένη εικόνα, από τη
πρώτη στιγμή που φτάνει κανείς
Κάτι δε πάει καλά με τα Google Maps. Ενώ μου δείχνει το hostel εκεί παραδίπλα από το σταθμό, είμαι ήδη μία ώρα και περπατάω μες σ’ αυτή την αφόρητη ατμόσφαιρα και δε φαίνεται να πλησιάζω ούτε πιθαμή. Τι κι αν έχω περάσει πάνω από γεφύρια, που το νερό από κάτω στο ποτάμι ούτε που φαίνεται από τις σακούλες που επιπλέουν, τι κι αν έχω κόψει κάθετα από αυτοκινητοδρόμους που τα φορτηγά με βάζουνε σημάδι, τι κι αν έχω περάσει μέσα από γειτονιές που σε κάθε γωνία είναι κι ένας που έχει κατεβάσει τα βρακιά του και κάνει την ανάγκη του, και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πως ο χάρτης μου δείχνει λάθος την απόσταση, αλλά ότι αυτό που φαινόταν σαν πέντε τετράγωνα παραπέρα είναι ουσιαστικά πέντε τετράγωνα που το καθένα είναι κι ένας λαβύρινθος από στενάκια, με το χάρτη να απεικονίζει μόνο τις κεντρικές αρτηρίες! Έστω κι έτσι, που θα πάει, κάποια στιγμή θα φτάσω, μόνο που ξαφνικά κάνω μία έτσι πάνω από τον ώμο μου και διαπιστώνω ότι με ακολουθεί ένα μπουλούκι, το οποίο με το που αντιλαμβάνονται ότι τους έχω αντιληφθεί αρχίζουν και μου πασπατεύουν το σακίδιο πλάτης, βάζουν τα χέρια μεσ’ στις τσέπες μου και με τραβάνε από το μπουφάν με τις παλάμες προτεταμένες για ελεημοσύνη. Κι όσο εγώ να επιταχύνω το βήμα μου, τόσο αυτοί να επιταχύνουν το δικό τους, να μαζεύονται κι άλλοι και σε μια στιγμή γυρίζω και τους βάζω τις φωνές. Η αντίδρασή τους; Όλοι μαζί γελάνε!!!

Ο εισπράκτορας του λεωφορείου.
Μιλάμε για πολύ ρέκλα…
Εντελώς φρικαρισμένος, μπαίνω στο πρώτο λεωφορείο που βρήκα και πάω στον οδηγό να τον ρωτήσω μήπως κατά τύχη πηγαίνει προς τη συνοικία του Laxmi Nagar. «Ντινγκ μπιρίνγκ ταραμπιρίνγκ» μου λέει σε άπταιστα «πητερσελλερικά» (για όποιον έχει δει το «Πάρτυ» με τον Πήτερ Σέλλερς) και απεγνωσμένα ψάχνω με το μάτι μου κάποιον εκ των επιβατών που να είναι ντυμένος με κανονικά ρούχα, δηλαδή παντελόνι και πουκάμισο αντί χλαμύδας, προσβλέποντας ότι θα μιλάει αγγλικά. Και πράγματι, κάπου στα πίσω καθίσματα και κοντά στη πίσω πόρτα, κάθεται ένας μισοκοιμισμένος τύπος που κρατάει ένα μπλοκ εισιτηρίων, ο οποίος ποσώς ενδιαφέρεται για το εάν οι επιβάτες φέρουν εισιτήριο ή όχι, αρκούμενος να κόβει από το μπλοκάκι του και να χορηγεί εισιτήριο μόνο σε όσους πάνε καταπάνω του και του βάζουν στο χέρι έναν απροσδιόριστο αριθμό κερμάτων, που χωρίς να τα μετρήσει τα βάζει στη τσέπη του. Πάω κι εγώ και του λέω «Βus to Laxmi Nagar?» και μου γνέφει με αυτό το απροσδιόριστο κούνημα της κεφαλής, που δεν καταλαβαίνεις αν σημαίνει «ναι», «όχι» ή «άει χάσου από δω». Τέλος πάντων, βλέποντας στο χάρτη ότι το λεωφορείο πηγαίνει προς την κατεύθυνση που θέλω, κάθομαι σε μια μεριά και παρακολουθώ έξω από το παράθυρο. Μιλούνια τα τουκ-τουκ πάνε κι έρχονται, ανακατεμένα με κάρα, λεωφορεία, φορτηγά, ποδήλατα, αψηφώντας τα φανάρια, τους πεζούς, τις αγελάδες, κάπου ένας ταλαίπωρος τροχονόμος προσπαθεί ματαίως να ρυθμίσει τη κυκλοφορία, και όλο αυτό το τσίρκο να καλύπτεται από ένα απίστευτο βουητό από τις κόρνες, οποτεδήποτε η ροή «φράσσει», δηλαδή μονίμως! Αλλά ένα περίεργο πράγμα: ούτε ένας τσακωμός, όλοι τους χαμογελάνε!
«Laxmi Nagar», μου φωνάζει ο εισπράκτορας και με το λεωφορείο εν κινήσει (γιατί ποτέ δε σταμάταγε τελείως στις στάσεις) πηδάω έξω. Στάσου τώρα να βρούμε το Hostel, δε μπορεί, θα έχει κάποια ταμπέλα. Βρίσκω την οδό, ψάχνω για το νούμερο 27. Βρίσκω το 25, είναι ένα σπίτι, ακολουθεί ένα εγκαταλελειμένο κτίριο και αμέσως μετά το 29. Ξαναγυρίζω πίσω και ψάχνω ξανά ανάμεσα στο 25 και στο 29 κάποια είσοδο πλην την του εγκαταλελειμένου κτιρίου. Δε μπορεί, κάποιο λάθος έχει γίνει, και πάνω που είμαι έτοιμος να φύγω, βγαίνει από την είσοδο ένας τουρίστας. «Συγνώμη, εδώ είναι το Youth Hostel;», «ναι, στον επάνω όροφο». Ανεβαίνω διστακτικά τους ορόφους που είναι ένα απέραντο γιαπί και φθάνω στο τελευταίο πάτωμα έξω από μία πόρτα, την ανοίγω και ξαφνικά προβάλλει μπροστά μου ένα εκπληκτικά μοντέρνο καθιστικό, κόσμος πολύς, άλλος να γράφει στο laptop του, άλλος να διαβάζει ένα βιβλίο, άλλος να ακούει μουσική και μια τεράστια τηλεόραση να παίζει MTV!

Κάνω check in στη reception και οδηγούμαι στο δωμάτιό μου, το οποίο είναι πεντακάθαρο, με φρέσκα σεντόνια, πρίζες usb για να φορτίσω κινητά/tablet/φωτογραφική, και συνδέομαι στο γρηγορότερο ίντερνετ που δεν έχω δει όμοιό του πουθενά στην Ευρώπη. Βγαίνω ξανά στο σαλόνι και ρωτάω που μπορώ να κάνω ένα τσιγάρο και μου δείχνουν μία σκάλα που οδηγεί στη ταράτσα. Ανεβαίνω και βρίσκομαι ανάμεσα σε αναπαυτικούς καναπέδες κάτω από φοίνικες σε γλάστρες, ανεμιστήρες οροφής να προσφέρουν μια κάποια δροσιά, και ένα μπαρ που πουλάει, μικρή μεν πλην όμως επαρκή ποικιλία από αναψυκτικά και μπύρες. Ώρα να καταστρώσω το πλάνο των επομένων τριών ημερών, αλλά πριν απ’ αυτό να βγάλω χρήματα από το ΑΤΜ. Ρωτάω τον ρεσεψιονίστ και βάζει τα γέλια. «Τί, δεν έχει ΑΤΜ στην Ινδία;», «μωρέ, ΑΤΜ έχει, λεφτά δεν έχει!», «τι εννοείς;», «μα, αλήθεια δεν έχεις ιδέα τι έχει γίνει;», «κάτι άκουσα στις ειδήσεις στην Ελλάδα πριν από κάνα μήνα, αλλά έτσι όπως τό’ πανε ήταν σα νά ‘ταν πρόβλημα προσωρινό», «δε σου λέω τίποτα, πήγαινε και θα δεις».

Απίστευτες ουρές στα ΑΤΜ! Μέχρι νά
'ρθει η σειρά, μπορεί να είχε αδειάσει!
Μια και δυο βγαίνω στο δρόμο και κατευθύνομαι προς τα εκεί που μου υπέδειξε ότι είναι μαζεμένες οι τράπεζες. Κάτι δε μου κάθεται καλά, γιατί όσο πλησιάζω, τόσο πυκνώνει μια ουρά κατά μήκος του πεζοδρομίου. Να πηγαίνω και να πηγαίνω και τελειωμό να μην έχει, μέχρις που φτάνω έξω από τη πρώτη τράπεζα και διαπιστώνω ότι η ουρά είναι για το ΑΤΜ! Ρωτάω που αλλού έχει ΑΤΜ και μου δείχνουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου μια παρόμοια ουρά ξεκινάει και κυκλώνει το τετράγωνο. Ώσπου να περάσω απέναντι, η ουρά έχει αρχίσει να διαλύεται. «Τί έγινε ρε παιδιά», «no money» μου λένε. Κάνω μία να γυρίσω στη πρώτη ουρά και τη βλέπω κι αυτή να διαλύεται. «Μη μου πείτε;», «no money» μου λένε.

Γυρίζω πίσω στο hostel και με το που με βλέπει ο ρεσεψιονίστ βάζει τα γέλια. «Θα μου πεις κι εμένα τι έχει γίνει μπας και γελάσω κι εγώ;» και μου εξηγεί: στην Ινδία οι περισσότεροι είναι μικροπωλητές. Μα ένα πάγκο με φρούτα, μα ένα μικρό ταξί/τουκ-τουκ, μα κάποιος που κάθεται έξω από μια δημόσια υπηρεσία με μία γραφομηχανή και γράφει αιτήσεις για τους αναλφάβητους, μα ένας κομπογιαννίτης που πουλάει δυο μαντζούνια «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» κ.ο.κ. Κι ενώ δεν γίνεται να πιστέψει κανείς ότι μια οικονομία σα της Ινδίας, που έχει πυρηνικά όπλα, ορυκτό πλούτο, βαριά βιομηχανία και μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία νανοτεχνολογίας, πλήττεται από το κακομοίρη τον επαίτη ή τον μικροπωλητή, αν σκεφτεί κανείς ότι είναι 1 δισεκατομμύριο από δαύτους, 2 δολλάρια αδήλωτα να βγάζει ο καθένας ημερησίως τότε πράγματι μαζεύεται ένα αξιοσέβαστο ποσό κι έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να αναγκαστεί αυτός ο πλούτος να εισέλθει στην επίσημη οικονομία. Αντί να λοιπόν να επιστρατευτούν στρατιές ολόκληρες από εφοριακούς (όπως όταν λίγα χρόνια νωρίτερα έγινε μια πρώτη απόπειρα απογραφής του πληθυσμού, και οι απογραφείς ήταν… 6.000.000!), η κυβέρνηση της Ινδίας σκέφτηκε το εξής απλό: «κόψανε» νέο νόμισμα, αλλά ο μόνος τρόπος για να ανταλλάξεις τα παλιά σου χαρτονομίσματα με καινούργια ήταν με άνοιγμα λογαριασμού στη τράπεζα, κατάθεση των παλιών σου λεφτών και ανάληψη των καινούργιων από το ΑΤΜ. Το αποτέλεσμα ήταν το απόλυτο χάος, όπου 1 δις άνθρωποι κλήθηκαν να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό (όπου πρώτα θα έπρεπε να προμηθευτούν κάποιας μορφής ταυτότητα), και σε δεύτερη φάση να στηθούν στις ουρές στα ΑΤΜ να βγάλουν λεφτά, με τα τελευταία να στερεύουν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.

«Και τώρα τι κάνουμε;», ρωτώ τον ρεσεψιονίστ. «Μου λες δηλαδή ότι έκανα 10.000 χλμ. για να τρώω τις μέρες μου στηνόμενος μπροστά σ’ ένα ΑΤΜ;». «Αυτό», μου λέει, «ή αν θες μπορώ να χρεώσω εγώ τη πιστωτική σου κάρτα και να σου δώσω μετρητά, που έχω βάλει στην άκρη για να εξυπηρετώ τους πελάτες μου». «Είσαι φανταστικός!», του λέω. «Ωραία, χρέωσέ μου τη κάρτα 200 ευρώ και – κάτσε να δω τη σημερινή ισοτιμία – δως μου 15.429 ρουπίες». «Αχμ», ξεροβήχει εκείνος. «Ξέρεις,  η τράπεζα θα με χρεώσει προμήθεια για τη συναλλαγή…» (αρχίζω και υποψιάζομαι που το πάει το πράμα). «Πόση; 1%; 2%; Δώς μου τότε 15.000 στρογγυλές». «Ναι, και μετά είναι η προμήθεια μετατροπής που θα με χρεώσει η τράπεζα για να ανταλλάξω τα ευρώ της κάρτας σου με ρουπίες…». «Για προχώρει…». «Και μετά είναι και ο κόπος μου να στηθώ στην ουρά καμιά δεκαριά φορές – γιατί έχει capital control και δεν επιτρέπεται να σηκώσω πάνω από 2.000 ρουπίες τη φορά (ρε αυτά τα capital control…), και μετά έχω 12 παιδιά και μια άρρωστη μάνα, και μετά…». «Πες μου ρε άνθρωπε, πόσα μου δίνεις;». «8.000 ρουπίες…». «Τώρα καταλαβαίνω γιατί γέλαγες!!!».

Όλη αυτή τη συζήτηση την άκουγε ένας αμερικάνος, ο οποίος με παίρνει στην άκρη και μου λέει «μη μασάς, στο Hilton, στο κέντρο της πόλης, έχει ένα ΑΤΜ μόνο για τους πελάτες του, μπες και πιες ένα καφέ και μετά κάνε την ανάληψη». «Καλά, εγώ να ξαναπάω σήμερα στο κέντρο της πόλης, μες στη σκόνη και τη ταλαιπωρία, δε παίζει», του λέω. «Και δε παίρνεις το μετρό;». «Ποιο μετρό; Έχει μετρό τούτο δω το χάλι;;;». «Για κοίτα ψηλά», μου λέει. Πάω μέχρι το παράθυρο και ανάμεσα στη σκόνη και το νέφος αχνοφαίνεται ψηλά μία ράγα, που θα νόμιζες ότι έχει κατέβει από τον ουρανό. «Πλάκα μου κάνεις!». «Καθόλου και να, πάρε και 100 ρουπίες για το εισιτήριο και μου τις δίνεις όταν γυρίσεις». Παίρνω κι εγώ το μικρό σακίδιο με τα χρειώδη, βγαίνω στο δρόμο, στρίβω στη γωνία, ανεβαίνω τις σκάλες προς το σταθμό, βγάζω εισιτήριο από το αυτόματο μηχάνημα, ανεβαίνω κι άλλες σκάλες και βγαίνω σε μία ανοιχτή πλατφόρμα όπου μετά από λίγο καταφθάνει ένα υπερσύγχρονο monorail χωρίς οδηγό, σταματάει ακριβώς εκεί που είχε σημάδι στο πάτωμα και μπαίνω μέσα. Αχ, τι δροσιά είν’ αυτή! Και τι αθόρυβο, τι καθαρό, τι μοντέρνο, κι αν δεν ήταν για τη μπόχα που αναδυόταν από ορισμένους επιβάτες, θα νόμιζα ότι βρίσκομαι στο μετρό του μέλλοντος!

Κατεβαίνω στο κέντρο, βρίσκω το Hilton, μπαίνοντας παίρνω το ύφος Άγγλου λόρδου μπας και γλυτώσω το καφέ (δούλεψε!), βρίσκω το ΑΤΜ, βάζω τη κάρτα και βγάζω το ανώτατο που επιτρέπεται για κατόχους ξένων καρτών, δηλ. 20.000 ρουπίες, το οποίο και μου δίνει 10 χαρτονομίσματα των 2.000 ρουπιών, ήτοι περίπου 27 ευρώ το καθένα. «Ωραία», μονολογώ, «ας πάω τώρα να τσιμπήσω και κάτι γιατί δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί» κι ευθύς αμέσως τραβάω για το πλησιέστερο μαγαζάκι με πρόχειρο φαγητό, αφού ένα από τα πιο ισχυρά κίνητρα για νά ΄ρθω στην Ινδία ήταν και να δοκιμάσω γνήσιο ινδικό, που μ’ αρέσει.
Αγγελίες εργασίας. Διαιρέστε με το
74 για να βρείτε το μισθό σε ευρώ…
Παραγγέλνω μια περιποιημένη μερίδα με τηγανιτό ρύζι, του κόσμου τα λαχανικά και άλλα τόσα μπαχαρικά, βγάζω από το πορτοφόλι μου ένα διχίλιαρο για να πληρώσω και ο τύπος ξεσπά σε τρελά γέλια! «Ποιο είναι το αστείο;», τον ρωτάω. «No change», μου λέει. «Σίγα ρε συ, εικοσιεφτάευρο σου δίνω, όχι κατοστάευρο! Πόσο έχει η μερίδα που δεν έχεις να μου το χαλάσεις;». «Τη βλέπεις εκείνη τη κολώνα;», μου λέει. «Πήγαινε μέχρις εκεί και ρίξε μια ματιά στις αγγελίες εργασίας και μετά ξανά ‘λα». Πάω κι εγώ κοντά και διαβάζω «ΒΟΗΘΟΣ ΛΟΓΙΣΤΗ, ΚΑΤΟΧΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ, ΜΕ ΓΝΩΣΕΙΣ EXCEL, WORD, SAP, MAP, DAP ΚΛΠ. ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ. ΜΙΣΘΟΣ: 12.000 ΡΟΥΠΙΕΣ» (!!!). Ξαναγυρνάω πίσω στο μαγαζί και του λέω «συγνώμη φίλε, πάω μέχρι το Hilton να πιω ένα καφέ, να κάνω ψιλά…».

***

Την άλλη μέρα σηκώνομαι νωρίς να εξερευνήσω τα αξιοθέατα της πόλης, αλλά πριν απ΄όλα να πάρω μια SIM για να έχω 3G. Μωρέ, ας είναι και 2G, δε βαριέσαι, αρκεί να μη πληρώνω roaming. Μωρέ, ας είναι και 1G, ίσα να έχω τα Google Maps, και αυτά μόνο για το «στίγμα» αφού αυτούς καθεαυτούς τους χάρτες μπορώ να τους κατεβάσω με το wifi και να τους έχω σωσμένους offline (εξαιρετική δυνατότητα!). Άλλωστε, δε μπορώ να έχω την απαίτηση για μεγαλύτερες ταχύτητες από τη στιγμή που το πακέτο των 30 gigabyte για ένα μήνα κοστίζει 4 ευρώ! Μπαίνω στη Vodafone, έρχεται η σειρά μου, ζητάω από το πωλητή μια κάρτα, μου ζητάει το κινητό για να τη τοποθετήσει και να την ενεργοποιήσει, και με το που βγάζω το Samsung J1 Mini, αγορασμένο μόλις πέρσι από την Αγγλία, βάζει (κι αυτός!!!) τα γέλια. «Η συσκευή σας δεν υποστηρίζει τη κάρτα» μου λέει. «Τι θέλετε να πείτε, ότι δεν έχει ακόμη φτάσει στην Ινδία η τεχνολογία 3G;». «Να, πως να σας το πω, η συσκευή σας είναι κάπως… αρχαία!». «Μα τι λέτε! Αφού είναι και dual SIM, με κάμερα και οπισθοπορεία!».
Καλά που νόμιζα ότι έχω τηλέφωνο αιχμής!
Αυτό έχει κυκλοφορήσει Ελλάδα;
«Ρίξτε μια ματιά γύρω σας…», μου λέει, και γυρίζω το κεφάλι και βλέπω μια ντουζίνα ρακένδυτους να χαζολογούνε πάνω από Samsung 8, iPhone 14 και BlackBerry 32! «Δηλαδή δεν μπορώ να έχω ίντερνετ στο κινητό;», «Φυσικά και μπορείτε να έχετε, αρκεί να πάρετε συσκευή που να υποστηρίζει… 4G». «Και πόσο έχει;», «Τίποτε, θα σας κάνω δώρο τούτο το καινιούργιο HTC, υπό έναν όρο: να έρθετε το απόγευμα από το σπίτι να σας γνωρίσω την ανύπαντρη αδερφή μου». «Με δουλεύεις κανονικότατα τώρα, έτσι;». «Καθόλου! Θα είναι ευτύχημα να βρει να παντρευτεί Ευρωπαίο και να τη πάρει στην Ευρώπη, αφού εδώ στην Ινδία δεν έχει μέλλον». «Μάλιστα… Ξέρεις από ποια χώρα της Ευρώπης έρχομαι;». «Ε, άμα κρίνω από τη προφορά σας στα αγγλικά, από την Αγγλία». «Όχι. Τα μιλάω καλά γιατί είμαι μισός Άγγλος, αλλά έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα». «Which country? Greece??? Please take the phone and forget what I said about my sister, we are just fine here in India, we are just fine! NEXT!».

Με τους χάρτες πλέον ανά χείρας, κατευθύνομαι προς το ναό Swaminarayan Akshardham, τον μεγαλύτερο ινδουιστικό ναό στο κόσμο σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες. Αν και υπάρχουν κι άλλοι ινδουιστικοί ναοί εξίσου μεγάλοι, αυτό που κάνει τούτον ακόμη πιο μοναδικό είναι ότι έχει κτιστεί εξολοκλήρου από αμμόπετρα (ψαμμίτη), συν λίγες μαρμάρινες «πινελιές», χωρίς το παραμικρό ίχνος μετάλλου στον φέροντα οπλισμό, και θα περίμενε κανείς να είχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη με το πέρασμα του χρόνου αν δεν ήταν για το ότι χτίστηκε το… 2005. Τούτο δεν μειώνει την καλλιτεχνική του αξία, με το διάκοσμο στο εσωτερικό του να βρίθει από αναπαραστάσεις φυτών, ζώων, και άλλων θεοτήτων, αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλο αυτό το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω σε μια βάση που γύρω της έχουν σκαλιστεί 148 ελέφαντες πραγματικών διαστάσεων, φόρος τιμής στο ζώο που η αξία του στην ινδουιστική παράδοση του εξασφάλισε θέση στο πάνθεον, ως τον «Γκανέσα».

Το Κόκκινο Φρούριο στο Δελχί. Εντός στεγάζεται
και το Μουσείο του Απελευθερωτικού Αγώνα
Φεύγω και παίρνω το μετρό για την άλλη άκρη της πόλης, να επισκεφτώ το Κόκκινο Οχυρό, που πήρε το όνομά του από τα κυκλώπεια τείχη από κόκκινο ψαμμίτη, και που αποτέλεσε τη κατοικία των Αυτοκρατόρων της Δυναστείας των Μουγκάλ, απογόνων του Τζένγκις Χαν. Οι περισσότερες πτέρυγες ήταν κλειστές, πλην ενός βοηθητικού κτιρίου, πρώην στρατώνα, σε μιαν άκρη της αχανούς έκτασής του (τα τείχη που το περικλείουν έχουν μήκος 2,5 χλμ.!) που στεγάζει το Μουσείο του Ινδικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία από το Αγγλικό Ζυγό. Με το που μπαίνω μέσα, ένα αίσθημα συγκίνησης με διατρέχει βλέποντας τη φωτογραφία του Μαχάτμα Γκάντι, του πρωτεργάτη του κινήματος της «Μη Βίας»,
Δημόσια Πρόσκληση για τη καύση των
ξένων ρούχων. Εμείς αγοράζουμε Cayenne…
και αρχίζω και διαβάζω την ιστορία, η οποία συνοψίζεται ως εξής (σας προειδοποιώ!): αφού οι Ινδοί καταφέρανε να ανεξαρτητοποιηθούνε από 400 χρόνια σκλαβιάς (!!!) από τους Μογγόλους και αρχίσαν να ανοικοδομούν το νέο Κράτος, ήρθαν κάτι καλόπαιδα (λέγε με Εγγλέζοι) που τους τάξανε «ανάπτυξη», και άρχισαν να δίνουν στο κόσμο δάνεια με τα οποία λεφτά οι Ινδοί άρχισαν να αγοράζουν αρειμανίως δυτικά ρούχα (δεν είχαν Mercedes και Cayenne τότε…). Μετά από λίγα χρόνια οι Ινδοί αδυνατούσαν να αποπληρώσουνε τα δάνειά τους και ήρθαν εκ νέου τα καλόπαιδα και είπαν ότι προκειμένου να μην πτωχεύσουν τον τόπο, να δωθούν στην «East India Company - Εταιρεία Αξιοποίησης Περιουσίας Ινδικού Δημοσίου» όλα τα στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία της Κράτους. Οι Ινδοί αντιδράσανε ως εξής: βγήκαν στους δρόμους και κάψανε τα δυτικά ρούχα, συντάξανε μια νέα διακήρυξη για την ελευθερία, την ισότητα, την ανεξιθρησκεία και, προπαντώς, την επιστροφή στις ρίζες τους! (Εμείς προτιθέμεθα να πετάξουμε τις Cayenne;).

Η απάντηση των Εγγλέζων ήταν να αιματοκυλήσουν τον τόπο, να διχάσουν το λαό με τη μονομερή ενίσχυση ορισμένων μόνο ομάδων, αφυπνώντας ρατσιστικά ένστικτα παλαιόθεν ξεχασμένα, να ενθαρρύνουν τις ταξικές διακρίσεις στη βάση της θρησκείας, του φύλου και της καταγωγής και, εσχάτως, να χρηματοδοτήσουν τη καλλιέργεια οπίου αντί σιτηρών. Το αποτέλεσμα ήταν δεκαετίες εξαθλίωσης που μόνη διέξοδος από τη πείνα ήταν η βίαιη στρατολόγηση Ινδών για τους  επεκτατικούς πολέμους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Τότες βρέθηκε ένας νεαρός δικηγόρος Ινδικής καταγωγής, που είχε ενταχθεί στο κίνημα της «Μη Βίας» των καταπιεσμένων Ινδών μεταναστών της Νότιας Αφρικής, και αποτόλμησε να οργανώσει ανάλογο κίνημα στη χώρα καταγωγής του. Κι όσο αποκτούσε απήχηση η φωνή του, με κυριότερο σύνθημα την ανεξιθρηκεία, τόσο οι Άγγλοι ενίσχυαν τους Ισλαμιστές των Ανατολικών και Δυτικών Επαρχιών, με αποτέλεσμα, βλέποντας ότι χάνουν τη «μάχη», να φύγουν αφήνοντας πίσω τους ένα διαλυμμένο κράτος, με κορύφωση την απόσχιση των εν λόγω περιοχών, που σήμερα είναι το Μπαγκλαντές (ανατολικά) και το Πακιστάν (δυτικά).

Ακόμα και σήμερα τα τραύματα του Εθνικού Διχασμού δεν έχουν επουλωθεί, με συχνές τις βομβιστικές επιθέσεις εξτρεμιστών, την ύπαρξη «καστών» που οι διακρίσεις τους είναι κατ’ εξοχήν πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές παρά θρησκευτικές, κι εσχάτως τα τελευταία χρόνια ήρθε και ο καπιταλισμός να σφραγίσει μια και δια παντός τις ανισότητες. Παρόλ’ αυτά σε μια χώρα 1 δισεκατομμυρίου ανθρώπων ΚΑΝΕΙΣ δε πεινάει! Μπορεί οι περισσότεροι να μην έχουν άλλο περιουσιακό στοιχείο εξόν από μια κουβέρτα, αλλά δεν είδα πουθενά να λιμοκτονεί άνθρωπος (εκτός από μένα – τι να με «πιάσει» μια κούπα ρύζι και λίγη σούπα!).

***

Τελευταία μέρα στη πόλη και λέω να πάω να πάρω το εισιτήριό για το αυριανό τρένο για την Άγρα (Ταζ Μαχάλ), να μη ψάχνομαι το πρωί. Πάω στο σταθμό και με το που μπαίνω βρίσκομαι στο μέσον μιας τεράστιας σάλας, με καμιά τριανταριά γκισέ και καμιά κατοστή ανθρώπους να περιμένουν στο καθένα. Ψάχνω να βρω κάποιο που να λέει «Άγρα» ή «Ταζ Μαχάλ», αλλ’ εις μάτην. Αποπειρώμαι να σταθώ στην ουρά κάποιου από τα γκισέ, μπας και μου πούνε σε ποιο πρέπει να πάω. Τώρα, φανταστείτε πως αισθανόμουν έχοντας 2.000 ζευγάρια μάτια να με κοιτούν και να γελάνε, σα να μην έχουνε δει άλλον μη Ινδό στη ζωή τους! Λέω, δεν είναι δυνατόν να αποτελώ τέτοιο θέαμα, δε μπορεί να είμαι ο πρώτος μη Ινδός που θέλησε να πάει από το Δελχί στο Ταζ Μαχάλ, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ. Έρχεται η σειρά μου και ο υπάλληλος μου λέει «ιντερνάσιοναλ όφις». «Δηλαδή;», και μου εξηγεί ότι η Εταιρεία Ινδικών Σιδηροδρόμων έχει στον επάνω όροφο γραφείο μόνο για τους τουρίστες.

Ανεβαίνω στα σκαλιά και μπαίνω σε μια σάλα με αναπαυτικά δερμάτινα καθίσματα, φίκους σε γλάστρες και αιρκοντίσιον, ηλεκτρονικούς πίνακες πάνω από κάθε γραφείο (σαν αυτούς που έχουν στις τράπεζες) και μηχάνημα που εκδίδει χαρτάκια για τη σειρά. Μωρέ μπράβο, σκέφτομαι, τουλάχιστον έχουν αυτογνωσία για το πόσο «πελαγωτικό» μπορεί να είναι για τον τουρίστα τα εκδοτήρια στο ισόγειο. Έρχεται η σειρά, με καθίζει η υπάλληλος μπροστά στο γραφείο της, με ρωτάει που θέλω να πάω και της λέω. «Πρώτη ή δεύτερη θέση;», με ρωτάει. Σε αυτό το σημείο οφείλω να ομολογήσω το εξής: το ταξίδι για μένα είναι κυρίως μια ευκαιρία να βιώσει κανείς το τρόπο ζωής του μέρους που επισκέπτεσαι. Να γευτείς τα φαγητά τους, να ακούσεις τη μουσική τους, να δεις τα αξιοθέατά τους, αλλά κυρίως να πάρεις μια ιδέα της καθημερινότητάς τους. Έτσι και τη συγκεκριμένη στιγμή, στην υποψία ότι έχουν βαγόνια μόνο για τουρίστες, και μάλιστα κατά πολύ ακριβότερα απ’ ότι για τους Ινδούς, γυρίζω και της λέω «θέλω το ίδιο βαγόνι με το κόσμο που έχει στηθεί στην ουρά». Με το που το λέω αυτό, γέρνει προς τα πίσω στη καρέκλα της λες και φταρνίστηκα έμπολα! «Μα τι λέτε; Έχετε ιδέα πως είναι η τρίτη θέση;». «Πόσες ώρες είναι το ταξίδι, κυρά μου;». «τρεις ώρες». «Έ, ό,τι και νά ‘ναι, τρεις ώρες θα τ’ αντέξω, εδώ έχουμε πάει Θεσσαλονίκη με το βραδινό μουτζούρη το 1992! Πόσο έχει το εισιτήριο να τελειώνουμε;». «80 ρουπίες (περίπου 1 ευρώ)». «Α», λέω (με το αυτό το «α» που σημαίνει «ρε μπας και μόλις έκανα τη μαλακία του αιώνα;»). «Κι από περιέργεια, πόσο θά ‘χαν τα άλλα εισιτήρια;». «120 ρουπίες για τη δεύτερη θέση και 180 ρουπίες για τη πρώτη (1,5 και 2 ευρώ αντίστοιχα)» («ώχχχ…»).

Πόσες φορές στη ζωή σας έχετε πει «τι έχω κάνει Θεέ μου για να το περνάω αυτό τώρα;». Ε, αυτή ήταν μια τέτοια φορά! Γιατί, καταρχάς, η τρίτη θέση στους Ινδικούς Σιδηροδρόμους δεν είναι «θέση»: τρεις σειρές κουκέτες στη κάθε πλευρά καθενός κουπέ, κι άλλες δυο στο διάδρομο, ασφυκτικά γεμάτες με κόσμο που έτρωγε ό,τι πιο βρωμερό υπάρχει στο κόσμο, πόδια να κρέμονται από τις επάνω θέσεις ακριβώς μπροστά στα μούτρα μου, παιδάκια να ξερνοβολάνε στο πάτωμα, κι εν γένει μια κατάσταση βγαλμένη από ταινία για τη μεταφορά κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Καμιά ώρα μετά δεν αντέχω και σηκώνομαι και πηγαίνω και στέκομαι στην (ανοικτή καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού) εξώπορτα του τρένου, να πάρω λίγο αέρα. Αμ δε, με το που παίρνω μια ρουφηξιά με χτυπά κατάμουτρα ένα μίγμα κατουρλίλας και σκατίλας, καθώς παρατεταγμένα κατά μήκος των γραμμών μια ατελείωτη σειρά κωλαράκια επιδίδονταν στην πρωινή τους ανάγκη! «Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό που βλέπω!». Δίπλα μου στεκόταν ένας τύπος ο οποίος (φυσικά) γελούσε με την έκφραση του προσώπου μου. Του λέω «μα καλά, τι κάνουνε;» και μου απαντάει «και που θες να κάνουν την ανάγκη τους; Στους οικισμούς τους δεν έχουν τουαλέτα, ούτε καν τρεχούμενο νερό. Το μόνο μέρος που δε θα αποτελέσει εστία μόλυνσης είναι κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, που θα ξεραθούν τα κόπρανα κάτω από το καυτό τον ήλιο. Έτσι κι αλλιώς, και του τρένου οι τουαλέτες δεν έχουν δοχείο συλλογής, μια τρύπα είναι όλη κι όλη», και πράγματι όταν λίγη ώρα αργότερα θέλησα να πάω στη τουαλέτα, έβλεπα μέσα από την ανοιχτή τρύπα τις ράγες να περνούν. Χέσε γοργά κι αγνάντευε!!!


ΤΑΖ ΜΑΧΑΛ

«1.000 ρουπίες», μου λέει ο ταμίας. «Μα εδώ γράφει 100», του λέω. «Α, αυτή είναι τιμή για τους Ινδούς, για τους ξένους είναι το δεκαπλάσιο». «Και που ξέρεις ότι εγώ δεν είμαι Ινδός;». «Έχετε Ινδική ταυτότητα;», με ρωτάει. «Γιατί, έχουν όλ’ αυτοί;;;». «Να σας το θέσω αλλιώς», αποκρίνεται. «Ποιος είναι ο βασικός μισθός στη χώρα σας;». «Οκ, κατάλαβα…», δίνω τα λεφτά και παίρνω το εισιτήριο. Στέκομαι στην ουρά για να περάσω τον έλεγχο και έρχεται η σειρά μου. Ανοίγουν τη τσάντα πλάτης, βγάζουν τον οδηγό του Lonely Planet και τον πετάνε στα σκουπίδια.
Κανονικό προσκύνημα, Κυριακή γαρ!
«Τι κάνετε εκεί;;;». «Απαγορεύεται». «Τί πράγμα;;;». «Λυπάμαι αλλά απαγορεύονται τα βιβλία μέσα στο Ταζ Μαχάλ;». «Γιατί;;;». «Γιατί όσοι κουβαλάνε βιβλία τη βγάζουν όλη μέρα στους κήπους διαβάζοντάς τα, και πιάνουν χώρο από άλλους». «Με κοροϊδεύετε; 100 στρέμματα οικόπεδο, πόσος κόσμος πια;». «Για δείτε στο βάθος», μου λέει. Και κοιτάζοντας προς τη πύλη μια λαοθάλασσα απλώνεται μπροστά μου. «Είναι κάποια γιορτή που δε ξέρω;». «Όχι, απλώς είναι Κυριακή». «Τέλος πάντων, δε θα το βγάλω το βιβλίο». «Λυπάμαι, δε θα περάσετε με το βιβλίο». «Μα το χρειάζομαι για το ταξίδι!!!». Εκείνη τη στιγμή με πλησιάζει νεαρός και μου λέει «έχω το μαγαζί εκεί απέναντι. Για 100 ρουπίες σας το φυλάω». Α, ρε μπαγάσα, το ήξερες και την είχες φυλαγμένη! Άντε πάρτο.

Κακιασμένα, εγωιστικά και παρτάκικα!
(χμ, τελικά… πόσο εξελιχθήκαμε;;;)
Δυο ώρες αργότερα είμαι ακόμα στην ουρά. Λίγο σπάει η βαρεμάρα βλέποντας μια μαϊμού να προσπαθεί να κλέψει το φαγητό μιας οικογένειας που κάνει πικνίκ λίγο παραπέρα, με τους δεύτερους να προσπαθούν να την αποδιώξουν, αλλά όχι και με πολύ επιθετικό τρόπο. «Είναι πολύ επικίνδυνα ζώα, μη παρασυρθείτε και πάτε να τις χαϊδέψετε», μου λέει ο μπροστινός μου. Αλλά ακόμα πιο επικίνδυνοι φανήκανε κάτι ντερέκια αστυνομικοί,  που με τις βίτσες τους σαλαγάγανε το κόσμο σα πρόβατα, να προχωρήσει και να μη κοντοστέκεται χαζεύοντας μαϊμούδες… Ώσπου περνώντας τον πρόναο και φτάνοντας στην είσοδο της εσωτερικής περιβόλου του Ταζ Μαχάλ, ξεπροβάλλει αστραφτερός στο βάθος ο κύριος ναός.

Τον περίμενα μεγαλύτερο…
(και τον κόσμο λιγότερο)…
Ομολογουμένως, τον περίμενα μεγαλύτερο, δε ξέρω γιατί, ίσως λόγω της φήμης του. «Πολύ κακό για το (σχεδόν) τίποτα», σκέφτομαι, συγκρίνοντάς τον με την Αγιά Σοφιά, που χτίστηκε πάνω από χίλια χρόνια νωρίτερα! Φτάνοντας όμως κοντά, αρχίζουν και λαμπιρίζουν σημεία του εξωτερικού τοίχου και πρέπει κανείς να πάει σε απόσταση αναπνοής για να θαυμάσει τη λεπτομέρεια, που είναι και αυτή που κάνει τούτο το μνημείο μοναδικό παγκοσμίως! Ένα μωσαϊκό από κεχριμπάρια, εμφυτεμένα στο κάτασπρο μάρμαρο, σε σχηματισμούς φυτών, ζώων και άλλων αναπαραστάσεων, διακοσμούν το κτίριο, που συνεχίζονται στο εσωτερικό του με ακόμη μεγαλύτερη λεπτομέρεια, τη θέση του κεχριμπαριού να παίρνουν πολύτιμοι λίθοι.
…αλλά το μυστικό είναι στη λεπτομέρεια!
Σε διάφορα σημεία βρίσκονται ακροβολισμένοι ξεναγοί, που με τη βοήθεια φακών επιδεικνύουν τα χρώματα των λίθων, εξηγώντας τη τεχνική, αλλά και τη προέλευση όλων αυτών των υλικών, που τα προμηθεύτηκαν απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας. Στο μέσον της αιθούσης, οι τάφοι του αυτοκράτορα Σαχ Τζαχάν και της συζύγου του, για την οποία ο πρώτος έχτισε τούτο το μαυσωλείο όταν η δεύτερη απέθανε πάνω στη γέννα του δέκατου τέταρτου παιδιού τους, κάνοντας πρόβλεψη και για τον εαυτό του να ταφεί δίπλα στην αγαπημένη του, καθιστώντας το Ταζ Μαχάλ σύμβολο αγάπης και αφοσίωσης.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό καθεαυτό το μαυσωλείο που εντυπωσιάζει. Εξίσου εντυπωσιακοί είναι και οι κήποι, με τα σιντριβάνια, τη περίτεχνη ανθοκομική, και τους υπερυψωμένους διαδρόμους, που στον μέσον όλων αυτών απλώνεται η τεχνητή λίμνη, δημιουργώντας αντανακλάσεις του μαυσωλείου που θα «χαζέψουν» και τον πιο αδιάφορο θεατή. Κι όλο αυτό το συγκρότημα ευρίσκεται κατά μήκος του ποταμού Γιαμούνα (του ίδιου ποταμού που διαρρέει 300 χλμ. μακρυά το Δελχί), που στις όχθες του κατοικούν αετοί που με το πρώτο πέρασμα κάποιου σμήνους χελιδονιών, πετάγονται στο αέρα να τα κυνηγήσουν.

Ο ποταμός Γιαμούνα


Μετά από καμιάς ώρας σεργιάνι στους κήπους, κατευθύνομαι προς την έξοδο και στο μαγαζί που είχα αφήσει το βιβλίο μου. Έπρεπε να το περιμένω, όχι μόνο ήταν κλειστό, αλλά και η ταμπέλα που πρώτα έγραφε «Σουβενίρ» έχει εξαφανιστεί! Γατάκια Ναπολιτάνοι… Επιστρέφω προς το σταθμό να πάρω το τρένο για πίσω στο Δελχί όσο νωρίτερα γίνεται προκειμένου να αποφύγω τις ορδές που, λογικά, θα επέστρεφαν αργότερα. Με το που φτάνω, διαπιστώνω ότι το τρένο μου έχει καθυστέρηση τέσσερις ώρες (!!!), αλλά σε μισή ώρα περνάει η ταχεία που όμως διαθέτει μόνο δεύτερη και πρώτη θέση. Πηγαίνω στο γκισέ των εισιτηρίων και ρωτάω αν μπορώ να πληρώσω τη διαφορά από τη τρίτη θέση (μιας και είχα αγοράσει εισιτήριο μετ’ επιστροφής) και λαμβάνω την εξής απάντηση: «το εισιτήριο που έχετε είναι για το αργό τρένο, δεν ισχύει για την ταχεία και δεν μπορώ να τ’ αλλάξω (δε βαριέσαι, χαλάλι το 1 ευρώ). Η ταχεία, βλέπω τώρα στο κομπιούτερ, είναι σχεδόν άδεια, άρα δεν έχετε λόγο να αγοράσετε εισιτήριο πρώτης θέσης γιατί αγοράζοντας εισιτήριο μιας άλφα θέσης, δικαιούστε ως τουρίστας δωρεάν αναβάθμιση θέσης, αν κι εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες». «Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι το πρωί αν υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις της δεύτερης και τρίτης κλάσης θα μπορούσα να είχα πάει να καθίσω εκεί;;;». «Ακριβώς» (!!!).

ΒΑΡΑΝΑΣΙ

Φυσικά δε τη ξαναπατάω, κι ακόμα κι αν δικαιούμαι δωρεάν αναβάθμισης, δε ρισκάρω να είναι γεμάτο το τρένο και να ταξιδέψω (16 ώρες αυτή τη φορά) υπό τις γνωστές συνθήκες. Έτσι και δε λυπήθηκα καθόλου τα 6 ολόκληρα ευρώ που κόστισε το εισιτήριο από το Δελχί για το Βαρανάσι, εξασφαλίζοντας ολόκληρη κουκέτα για τη πάρτη μου! Θα μου πείτε, γιατί να λυπηθώ ακόμη 4 και να μη ταξιδέψω πρώτη θέση: γιατί, πολύ απλά, η πρώτη θέση δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια κουκέτα plus κουρτίνα, αυτό είναι όλο! Και η δεύτερη δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη τρίτη θέση, παρά μόνο ότι αγοράζεις ολόκληρη τη κουκέτα παρά το εν τρίτο αυτής. Που να φανταζόμουνα τι διαφορά κάνει η κουρτίνα… Γιατί και που έχεις αγοράσει ολόκληρη τη κουκέτα, αυτό δε σταματά κάποιον από το να καθίσει στα πόδια σου για να κουβεντιάσει με τον απέναντι. Ούτε το πλανόδιο πωλητή τσαγιού να σε σκουντήσει. Αρχίζω και εκνευρίζομαι αφάνταστα με όλη αυτή τη κατάσταση, αλλά με συγκρατεί μιαν αίσθηση αυτοκριτικής, που μόνος μου έβαλα τα χεράκια μου κι έβγαλα τα ματάκια μου. Και να μην υπάρχει κανένας «δυτικός», να πιάσω μια κουβέντα, να πω το πόνο μου ρε αδερφέ.

Κι όμως, λίγη ώρα αργότερα περνάει από το διάδρομο ένας ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης (σε αντίθεση με τους κοντούς, μελαχρινούς, καστανομάτηδες Ινδούς) κι όπως με κοιτάει, διακρίνω στο βλέμμα του την απελπισία που ξαφνικά γυρίζει σε ελπίδα, σα να αντίκρισε τον Μεσσία! «Έλα κάθισε» του λέω, και με περισσή χαρά χώνει τη τσάντα του κάτω από τη κουκέτα μου και κάθετε δίπλα μου. «Είμαι ο Ντένις, κι έρχομαι πρώτη φορά στην Ινδία και είχα τη φαεινή ιδέα να ταξιδέψω με το τρένο, να ζήσω το φοκλόρ του πράγματος. Τι τό ‘θελα…». «Αδερφάκι μου, σε καταλαβαίνω απολύτως! Που πηγαίνεις;». «Στο Σικκίμ». «Στο ποιο;». «Στο Σικκίμ, την επαρχία της Ινδίας ψηλά στα Ιμαλάια, μεταξύ Νεπάλ και Μπουτάν». «Και βιάζεσαι τόσο πολύ που δε μπορείς να κάνεις μια στάση στο Βαρανάσι, την ιερά πόλη των Ινδών, στις όχθες του Γάγγη;». «Χρόνο έχω», μου λέει, «αλλά μετά από τρεις τροφικές δηλητηριάσεις και άλλες τόσες δυσεντερίες, το μόνο που θέλω είναι να βρεθώ στο καθαρό αέρα, δε μπορώ να πάρω ανάσα!». «Τώρα μάλιστα, μου έφτιαξες το κέφι, τι να σου πω!!!».

***

Γητευτής κόμπρας!
«ΒΑΡΑΝΑΣΙ», ηχεί από τα μεγάφωνα, και μέσα στο λήθαργο του πρωινού ξυπνήματος μαζεύω όπως όπως τα πράγματά μου και πετάγομαι έξω. Βγαίνω από το σταθμό και θαμπώνομαι από τα χρώματα των ρούχων των πιστών που πάνε κι έρχονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένα ατελείωτο πανηγύρι στους δρόμους, μεταξύ του σταθμού και της όχθης του Γάγγη, μικροπωλητές που πουλάνε ό,τι μπορείς να φανταστείς, πλανόδιοι τελάληδες που διαφημίζουν επισκευές παντός τύπου, καρότσια με φρούτα και λαχανικά που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί, γητευτές με κόμπρες να επιδεικνύουν το ταλέντο, τόσο των ιδίων όσο και των ερπετών, και πάει λέγοντας. Κι όσο πλησίαζα προς το ποτάμι, τόσο οι δρόμοι να γίνονται στενάκια, να πυκνώνουν, να γίνονται ένα λαβυρινθώδες πλέγμα από στοές και αδιέξοδα, ώσπου ξαφνικά βρίσκομαι σε μία ταράτσα και προβάλλει μπροστά μου ο Γάγγης!

Μα τι θέα είν’ αυτή! Τί ηρεμία προσφέρει το υδάτινο στοιχείο, πηγή ζωής, σύμβολο αέναης κίνησης, που σε αντίθεση με τη θάλασσα και τα πήγαιν’ έλα της, το ποτάμι συμβολίζει τον ντετερμινιστικό χαρακτήρα της Ινδουιστικής θρησκείας, ότι διάγοντας βίο κατά πως ορίζουν οι γραφές, φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής θα ξαναγυρίσεις στην αρχή, όπως η βροχή παίρνει το νερό και το ξαναγυρίζει στη πηγή, εν προκειμένω κάπου εκεί ψηλά στα Ιμαλάια. Αυτό το χαρακτήρα έχει και η καύση των νεκρών και το σκόρπισμα της στάχτης στο ποτάμι, κι εδώ, το Βαρανάσι, είναι το κατ΄εξοχήν αποτεφρωτήριο των απανταχού Ινδουιστών. Κατά μήκος της όχθης, λοιπόν, αμέτρητες οι πυρές καίνε μέρα-νύχτα, ανατροφοδοτούμενες ανά λεπτό με κάποια «ψυχή» που ‘λευτερώθηκε από τα δεσμά του σώματος και τώρα έχει την ευτυχία να «ταξιδέψει» μέχρι τις εκβολές για να ξαναγεννηθεί λίγο αργότερα με τη βροχή.

Πυρές κατ' όλο το μήκος του Γάγγη
Κι εκεί που θα περίμενε κανείς το θέαμα να είναι αποκρουστικό, βλέποντας το πως οι άλλοι αντιμετωπίζουν τη στιγμή, σα μιαν αληθινή γιορτή, σα να ψιλοζηλεύουν ακόμη-ακόμη που ο μακαρίτης την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, δε μπορείς παρά να κάτσεις σε μιαν άκρη και να σκεφτείς το «νόημα της ζώης». Είναι μια μαζική πλάνη όλο αυτό; Ξέρουν κάτι που δε ξέρω; Παίρνουν κάτι που δε παίρνω; Μα τι λέω τώρα, αφού δε καπνίζουν, δε πίνουν, ούτε καφέ δε βάζουν στο στόμα τους (πράγματι, όποτε κάπνιζα σε μιαν άκρη, με κοίταζαν σα νά ‘μουν πρεζάκι!). Άρα τι είναι; Η απάντηση θα έρθει λίγες μέρες αργότερα, στο Σικκίμ, κι έχει να κάνει με τη στάση τους προς το σεξ.

Το Youth Hostel με τα 4 πατώματά του!
Προς το παρόν, να βρούμε που θα κοιμηθούμε απόψε. Ξαναμπαίνω στα στενά της πόλης και ψάχνω για δωμάτιο και πράγματι στο τέλος ενός αδιεξόδου βρίσκω το Yogi Lodge. Με υποδέχεται ο ρεσεψιονίστ (γελώντας) και του ζητώ να μου δώσει το πιο ήσυχο δωμάτιο, κι ας είναι στο υπόγειο, γιατί μετά από τόσες ώρες στο τρένο που δεν κοιμήθηκα και πολύ καλά, χρειάζομαι οπωσδήποτε ύπνο. Αντί του υπογείου, με ανεβάζει στη ταράτσα και στο δώμα, το οποίο είναι ό,τι πιο σπαρτιάτικο έχω κοιμηθεί: ένα κρεβάτι και τίποτ’ άλλο. Όχι ότι χρειάζομαι τίποτις ιδιαίτερες ανέσεις, αλλά τουλάχιστον ένα μπάνιο ας είχε. «Που είναι η τουαλέτα;», τον ρωτάω. «Στο υπόγειο», μου λέει. Ας είναι, σκέφτομαι, αφού έχει ησυχία δε χρειάζομαι τίποτ’ άλλο. Προτού όμως πέσω για ύπνο, ας τσιμπήσω κάτι γιατί δεν έχω φάει τίποτα από χθες. «Που έχει κάτι πρόχειρο να τσιμπήσω;». «Άμα βγεις από το hostel και στρίψεις δεξιά και μετά αριστερά, θα βρεις ένα δρόμο γεμάτο μαγαζάκια με φαγητό».

Βάλε κι άλλη σάλτσα, μάστορα…
Αφήνω το σακίδιό μου και πετάγομαι μέχρι τη γωνία. Μα τι μυρωδιές είναι αυτές; Κάρι και σαφράν και μοσχοκάρυδο και κάθε λογής μπαχαρικό πλημμυρίζει τον αέρα. Αλλά προσοχή, το νου μου στην υγιεινή, και παρότι τα τηγανιτά δεν είναι ό,τι υγιεινότερο, τουλάχιστον έχουν υποστεί μια κάποια επεξεργασία. Έτσι και παραγγέλνω μια πίτα, ψημμένη στο ταψί, γεμιστή με μίγμα λαχανικών τηγανισμένα σε φοινικέλαιο. Μμμ, τι νόστιμο! Μεγάλε, πιάσε μιαν ακόμη. Α, κι αυτή τη φορά βάλε κι από αυτή τη σάλτσα. Πωπω, τι γεύσεις είν’ αυτές!!!

Γυρίζω πίσω στο δωμάτιο και πέφτω ξερός! Δε περνάει μία ώρα και αρχίζω και νιώθω κάτι περίεργο στο στομάχι. Δυο λεπτά αργότερα, η ενόχληση γυρίζει σε τσιμπιές. Πριν προλάβω να σκεφτώ, διπλώνομαι στα δύο και νιώθω το γαστρεντερικό μου σύστημα να θέλει να βγει από το σώμα μου και να χορέψει τσιφτετέλι! Γρήγορα στη τουαλέτα! Ωχ, προλαβαίνω;;; Αμ δε, μέχρι να κατέβω τα τέσσερα πατώματα, έχει ήδη επέλθει η Έξοδος του Μεσολογγίου! Τι να κάνουμε, ανθρώπινα είν’ αυτά… Ξανανεβαίνω στο δωμάτιο, παίρνω μια αλλαξιά και τη πετσέτα και ξανάμανά κάτω τέσσερα πατώματα. Κάνω ένα μπάνιο και ανεβαίνω πάλι στο δωμάτιο, εξαντλημένος. Πάνω που με παίρνει αυτός ο γλυκός, ο μεσημεριανός ύπνος, νά ‘σου πάλι τα γουργουρητά! «Ε, όχι, δε τη πατάω δεύτερη φορά», και κατεβαίνω πάλι τα τέσσερα πατώματα, παίρνω θέση στο βασιλικό θρόνο, και γίνεται η Μάχη του Δράμαλη!

Για να μη τα πολυλογώ, πέρασα όλο το απόγευμα στη τουαλέτα, σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που ζήτησα εκείνη τη σάλτσα. Κουρέλι πια, σύρθηκα μέχρι το κρεβάτι , βρίζοντας τον γκαντέμη τον Ντένις, και κοιμήθηκα σα να μην είχα κοιμηθεί ποτέ, και ονειρεύτηκα ότι ήμουν κάπου ψηλά στα βουνά της Ηπείρου, έπινα το τσιπουράκι μου και έτρωγα παϊδάκια!

Γνώριμη εικόνα των συνθηκών στους δρόμους…
Λοιπόν, προτού φύγω για το ταξίδι, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δε θα κάνω τρία πράγματα: ΔΕ θα επισκεφτώ ζωολογικό κήπο, ΔΕ θα επισκεφτώ πολεμική εγκατάσταση, και ΔΕ θα φάω σε McDonalds. Τί διάολο, δεν έκανα 10.000 χλμ. για να φάω χάμπουργκερ! Αλλά μετά το χθεσινό κάζο, και προκειμένου να μη λιμοκτονήσω, μάλλον ήρθε η ώρα να παραβώ μία από τις υποσχέσεις μου και αποφασίζω να πάω στα McDonalds Βαρανασίου, τα οποία βρίσκονται σ’ ένα εμπορικό κέντρο έξω από τη πόλη. Η διαδρομή μέχρις εκεί είχε τη γνωστή εικόνα: ζώα που τρώνε από τα σκουπίδια, ανθρώπινα περιττώματα στη μέση του δρόμου, κουτσοί-στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα, για να μη μιλήσω για τα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες , που τελευταία φορά που ελέγχθησαν για εκπομπές καυσαερίων ήταν… ποτέ! Μόνο που όσο πλησίαζα το «Varanasi Mall», τόσο να αυξάνονται τα αυτοκίνητα πολυτελείας και να πληθαίνουν οι τροχαίοι που ρυθμίζουν τη κυκλοφορία, δίνοντας προτεραιότητα σ’ αυτά, ωσάν να περνάνε Υπουργοί. Φτάνω στην είσοδο του πάρκου που φιλοξενεί το εμπορικό κέντρο και περνάω από πύλη εισόδου με μηχανήματα ακτίνων-Χ και σεκιούριτι που όμοιά της δεν βλέπεις ούτε στο αεροδρόμιο. Αφού περάσω, εισέρχομαι στο περίβολο του mall που είναι γεμάτος συντριβάνια, παρτέρια με λουλούδια εν μέσω γκαζόν, και από τα μεγάφωνα να ακούγεται «I wish you a Merry Christmas» (ήταν Χριστούγεννα).

Gucci, Channel, Bershka και άλλοι οίκοι μόδας απλωμένοι στο ισόγειο, στο πρώτο όροφο Pizza Hut, Starbucks και McDonalds, και στο δεύτερο multiplex σινεμά. Στα McDonalds, ο μαίτρ (δε κάνω πλάκα) με οδηγεί στο τραπέζι μου και έρχεται μετά από λίγο σερβιτόρος ντυμένος με παπιγιόν να μου πάρει παραγγελία. «Ένα BigMac», του λέω, «και πατάτες». Επιστρέφει μετά από λίγο με το δίσκο, το BigMac σε πιάτο και μαχαιροπίρουνα, και οι πατάτες σε πορσελάνινο μπολ. «700 ρουπίες», μου λέει. «Θα αστειεύεσαι! 10 ευρώ;;;». «Μα είναι το McDonalds κύριε, το πιο ακριβό εστιατόριο της Ινδίας, απευθυνόμενο μόνο στην ελίτ!». «Τι να σου πω, παιδάκι μου, έλα από την Ελλάδα να φας κανονικό φαγητό!».

ΣΙΚΚΙΜ

Ο σιδηροδρομικός σταθμός του
Βαρανάσι (ή του ΒαρανασίΟΥ;;;)
«Τί θέση θελ…;». «ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ, ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ!», φωνάζω στον υπάλληλο του σταθμού, φτάνοντας για να πάρω το εισιτήριο του τρένου. «300 ρουπίες (4 ευρώ)». «Πόσες ώρες είναι το ταξίδι;». «Φτάνετε αύριο το πρωί». «Χαλάλι του, αρκεί να φύγω από τα πεδινά και ν’ ανέβω στα Ιμαλάια, να πάρω λίγο καθαρό αέρα!». «Καλά, μη περιμένετε να είναι πολύ καλύτερα από άποψης καθαριότητας…». «Ό,τι κι νά ‘ναι, χειρότερα από δω αποκλείεται!».

Αααχ, τί πολυτέλεια είν’ αυτή! Έχω ολόκληρη κουκέτα για τη πάρτη μου και κουρτίνα να με αποκόβει από τους υπόλοιπους επιβάτες! Στα σίγουρα, η έννοια της ιδιωτικότητας σε μία χώρα με τόσο πληθυσμό, αποκτά άλλη σημασία. Γιατί σε πόλεις που ζούνε 10 οικογένειες σ’ ένα σπίτι, μια «κουρτίνα» είναι αρκετή για να ορίσει την οικογενειακή «εστία», και στη χώρα που για τους περισσότερους όλη τους  η περιουσία είναι μια κουβέρτα και κατάχαμα, το να έχει κανείς μια στέγη πάν’ από το κεφάλι του θεωρείται πολυτέλεια… αν τη θέλει…

«Από εδώ θα συνεχίσετε με λεωφορείο», μου λέει ο… συνοριοφύλακας. «Αλλά πρώτα να βγάλετε βίζα». «Μα, έχω βίζα για την Ινδία!», διαμαρτυρήθηκα. «Α, δε σας το εξηγήσανε; Το Σικκίμ είναι ημιανεξάρτητο κράτος, με τη δική του Κυβέρνηση και Βουλή, που υπάγεται στην Ινδία μόνο στρατιωτικά, λόγω της στρατηγικής του θέσης μεταξύ Ινδίας, Νεπάλ, Κίνας και Μπουτάν. Όχι μόνο χρειάζεστε βίζα για να μπείτε, αλλά ως μη Ινδός δε σας επιτρέπεται να πάτε όπου θέλετε, μόνο στη πρωτεύουσα και στα γύρω χωριά, καθώς το μεγαλύτερό του μέρος είναι στρατιωτικοποιημένη ζώνη». «Εν πάση περιπτώσει, πόσο έχ’ η βίζα;». «Τίποτα, τυπικό είναι το πράγμα για να σας καταγράψουμε». «Και από που παίρνω το λεωφορείο;».

Αφού παίρνω τις ανάλογες σφραγίδες στο διαβατήριο, περνώ απέναντι όπου παραταγμένα στη σειρά καμιά δεκαριά τζιπάκια περιμένουν επιβάτες. «Bus to Gangktok (πρωτεύουσα);». «Τούτα είναι», και με στέλνει στην αρχή μιας ουράς 100 ατόμων. «Αποκλείεται να χωρέσει όλος αυτός ο κόσμος σε 10 τζιπάκια!», σκέφτομαι. «Το πολύ 5 άτομα να χωρά το καθένα». Κι όμως, αρχίζουν και επιβιβάζουν το κόσμο στα αυτοκίνητα και εκτυλίσσεται μπροστά μου μια σκηνή σαν εκείνη τη διαφήμιση, που για να δείξει πόσο μεγάλους χώρους έχει το τάδε μοντέλο αυτοκινήτου, δείχνει αμέτρητο κόσμο να επιβιβάζεται σε αυτό, χωρίς να δείχνει βέβαια το κόσμο που αποβιβάζεται από την άλλη πόρτα. Μόνο που σ’ αυτή τη περίπτωση δεν έβλεπα κόσμο να αποβιβάζεται από την άλλη μεριά κι υποψίες αρχίζουν να με ζώνουν. «Τούτο θα έχει μεγάλη πλάκα», συλλογιέμαι, και όταν μετά από λίγο έρχεται και η σειρά μου, με βάζουν να κάτσω στη μέση του πίσω καθίσματος. Μπαίνει μετά μια ευτραφής κυρία στα αριστερά μου και δυο κοπέλες στα δεξιά μου. «Εντάξει, υποφέρεται», λέω στον εαυτό μου. Έρχεται ο οδηγός και ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, κατεβάζει δυο ανακλινόμενα καθίσματα και βάζει άλλους δυο, πασάροντάς μου το πελώριο σακίδιο που είχα βάλει εκεί. Μετά, δίνει στην ευτραφή κυρία να κρατήσει ένα μικρό παιδί, και στις δύο κοπέλες δίπλα μου ένα δέμα. «Μα γιατί δε βάζεις στο μπροστινό κάθισμα το δέμα και το σακίδιό μου;», του λέω. Με αγνοεί, και κάνει νεύμα σε άλλους δυο να καθίσουν μπροστά. «Δε βαριέσαι», σκέφτομαι, «όσες ώρες και νά ‘ναι, 3; 4; Θα περάσουν». «Πόσες ώρες είναι το ταξίδι», τον ρωτάω. «Εννιά» (!!!). Και την ώρα που μου το λέει αυτό, σπρώχνει και μια γριά να καθίσει εξ αριστερών της ευτραφούς κυρίας, στριμώχνοντάς με ακόμη περισσότερο! Και ξεκινάμε.

Όλοι οι καλοί χωράνε…
Λοιπόν, φανταστείτε τους εαυτούς σας μέσα σ’ ένα σέικερ, το οποίο το κρατάει πάσχων από Πάρκινσον, ο οποίος καβαλάει το τρενάκι του τρόμου σε λούνα παρκ, το οποίο με τη σειρά του χτυπιέται από σεισμό 10 ρίχτερ! Και σα να μην έφτανε αυτό, σε μια στιγμή το μικρό παιδί ρίχνει κι ένα ξέρασμα με τέτοια δύναμη, που τα «σκάγια» πήρανε όσους καθόντουσαν στα μπροστινά καθίσματα, του οδηγού συμπεριλαμβανομένου. Και πάνω που περιμένεις ότι θα γίνει μεγάλος καυγάς, τι κάνουν όλοι τους; Γελάνε! Η δε δυσωδία για το υπόλοιπο ταξίδι δε περιγράφεται, στο βαθμό που κρατιόμουν να μη τους χαρίσω κι εγώ μιαν ανάλογη… διασκέδαση! Και ν’ ανεβαίνουμε και τελειωμό να μην έχει. «Υπομονή, και τα αγαθά κόποις κτώνται», να μονολογώ και να τρίβω το κομποσκοίνι μου για παρηγοριά.

Κι ανεβαίναμε, κι ανεβαίναμε, και να αναρωτιέμαι σε ποια ερημιά των Ιμαλαΐων θα μας παρατήσουν, γιατί αποκλείεται σε τέτοιο υψόμετρο να υπάρχει πόλη, ποσό δε μάλλον μια στοιχειώδης υποδομή όπως λ.χ. ξενοδοχείο. Ώσπου σε μια στροφή προβάλλει μπροστά μας η πρωτεύουσα Γκάνγκτοκ, μια πόλη εκατό χιλιάδων στα 2.000 μέτρα, που τύφλα νά ‘χει το Μέτσοβο! Φτάνουμε στο σταθμό λεωφορείων, βγαίνω σκεβρωμένος από το αυτοκίνητο και το μόνο που θέλω είναι ένα τσιγάρο. Με το που πάω να τ’ ανάψω, μου κουνάει το δάχτυλο ο οδηγός σα να μου λέει «όχι, όχι». «Ρε, δε μ’ αφήνεις ήσυχο λέω ‘γω», αλλά με μια κίνηση του χεριού του μου δείχνει τη ταμπέλα που λέει «Απαγορεύεται το κάπνισμα δημοσίως». Κι όχι μόνο το κάπνισμα, αλλά και η κατανάλωση ποτού, το πτύειν, το ουρείν και το «χέζειν». Δεν είναι δυνατόν, κάποιος μου κάνει πλάκα. Κι όμως, λίγο αργότερα βρίσκω και μπαίνω στο περίπτερο του Οργανισμού Τουριστικής Προβολής του Σικκίμ να πάρω πληροφορίες, και στο πίνακα ανακοινώσεων διαβάζω πως από πέρσι έχει απαγορευτεί η χρήση πλαστικής σακούλας σ’ όλο το κρατίδιο και συνειδητοποιώ ότι εδώ γίνεται μια ειλικρινής προσπάθεια.

Ωραία, και τί καλό έχει να δει ο τουρίστας εδώ πάνω; «Το πρώτο», μου εξηγεί η υπάλληλος, «είναι η αλπική λίμνη Τσόμγκο. Είστε μόνος σας;». «Ναι». «Α, δε μπορείτε να πάτε, πρέπει να είστε κατ’ ελάχιστον 2 ταξιδιώτες». «Γιατί;;;». «Δε γνωρίζω, αλλά αυτός είν’ ο κανόνας». «Τέλος πάντων, που αλλού μπορώ να πάω;». «Υπάρχει το Zero Point, εκεί που τελειώνει ο δρόμος πριν τα σύνορα με Κίνα, αλλά ξέχασα, είπατε ότι είστε μόνος σας, άρα δε μπορείτε να πάτε». «Δε μου λέτε; Θέλετε τουρίστες ή όχι;;;». «Τουρίστες θέλουμε, κατασκόπους δε θέλουμε…». «Μάλιστα… Πως με κόβετε δηλαδή, 1.80, λευκό με ορειβατικό σακίδιο, να μπορώ να περάσω απαρατήρητος ανάμεσα σε σχιστομάτηδες ορεσίβιους Νεπαλέζους (που είναι κατά βάση η εθνοτική φυλή των Σικκιμιωτών);». «Τί να σας πω, αυτός είν’ ο κανόνας». «Δηλαδή μου λέτε ότι ήρθα τσάμπα μέχρις εδώ πάνω;». «Κάθε άλλο, που μπορείτε να πάτε στο δυτικό Σικκίμ, στα σύνορα με Νεπάλ, και να επισκεφθείτε το μοναστήρι Πεμαγιάνγκτσε, την αρχαία πόλη Ραμπντέντσε, και την ιερά λίμνη Κετσεοπάλρι». «Α, πολύ ωραία. Και πόση ώρα είναι από ‘δω;». «Εννέα ώρες με το λεωφορείο». «Όταν λέτε λεωφορείο, εννοείτε τα τζιπάκια που προορίζονται για 5 επιβάτες και παίρνουν 15;;;». «Αυτά ακριβώς. Κάτι άλλο;». Πέρασα όλο το απόγευμα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου χαζεύοντας βιντεάκια στο Youtube με γάτες που τρομάζουνε και οδηγούς που κάνουν ηλίθια τρακαρίσματα, αναλογιζόμενος τι θέλω από τη ζωή μου, ότι μια δουλειά σε γραφείο δεν είναι τελικά ό,τι χειρότερο στο κόσμο και ότι αυτοί που θεωρούν διακοπές μια ξαπλώστρα σε παραλία δεν είναι τόσο ξενέρωτοι…

***

Η κορυφή της Κανγκτσεντσούνγκα!!!
Εν πάση περιπτώσει, ήρθα που ήρθα μέχρις εδώ, ας δω τουλάχιστον ό,τι μπορώ γιατί για να ξανάρθω εδώ πάνω έχοντας πρώτα δει όσα θέλω σ’ αυτό το κόσμο, δε με φτάνουν δώδεκα ζωές. Η γνωστή ιστορία: στήνομαι το πρωί στην ουρά, επιβιβάζομαι με άλλους 10 σ΄ένα τζιπ (που χωράει κανονικά 5), και κινάμε για τη κωμόπολη του Πέλινγκ. Στα μισά της διαδρομής κάνουμε μία στάση για φαγητό σε κάποιο απόμερο ταβερνάκι, που στεκόταν από τη μεριά του δρόμου προς τη πλαγιά, έτσι που όπως αποβιβαζόμασταν έκρυβε τη θέα. Παίρνω μια μερίδα «μόμο» (γεμιστά ζυμαράκια, που τα βράζουν για ένα λεπτό – πεντανόστιμα!) και βγαίνω στο μπαλκόνι από την άλλη πλευρά, δηλαδή προς τη πλαγιά, και ρίχνω μια ματιά στο ορίζοντα και ανατριχιάζω σύγκορμος αντικρίζοντας στο βάθος τη Κανγκτσεντσούνγκα! 8.586 μέτρα ορθώνονται ψηλά και πάνω από τα σύννεφα, τη τρίτη ψηλότερη κορυφή στο κόσμο (μετά το Έβερεστ και τη Κ2)! Σα νά ‘χεις απέναντί σου δύο Άλπεις ή τρεις Ολύμπους ή τέσσερις Στρογγούλες ή πέντε Δίρφες ή έξι Πάρνηθες ή επτά Πεντέλες ή οκτώ Υμηττούς ή εννιά Λεπέτυμνους ή… τριάντα Λυκαβηττούς! Παρόλ’ αυτά, δε φαινόταν χιόνι,  εκτός από λίγο πασπάλισμα στη κορυφή (εδώ στον Όλυμπο κρατάει όλο το χρόνο σε ορισμένα σκοτεινά σημεία), δίνοντας την αίσθηση ότι το βουνό είναι εύκολα προσπελάσιμο, αλλά μόνον όταν συνεχίσαμε το δρόμο μας και φτάσαμε στο Πέλινγκ, σε υψόμετρο 2.150 μέτρων, όπου και ένιωθα τη δυσκολία στην αναπνοή (διαολεμένο κάπνισμα!), υποψιάστηκα τι άθλος είναι που διαβάζουμε κατά καιρούς για τον τάδε ορειβάτη που ανέβηκε στη δείνα κορυφή των οκτώ χιλιάδων τόσο μέτρων χωρίς μπουκάλα οξυγόνου. Κι ενώ η Κανγκτσεντσούνγκα είναι η τρίτη κορυφή στο κόσμο, είναι λίγοι που την ανεβαίνουν γιατί (διαβάζω) «χιονοστιβάδες και εξαιρετικά ασυνήθιστο, ακόμη και για αυτά τα υψόμετρα, κρύο την καθιστούν ένα από τα πιο επικίνδυνα βουνά του κόσμου, με το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων από κάθε άλλο βουνό, ένας στους πέντε επίδοξους κατακτητές της!». Έτσι, δεν είναι τυχαίο που κατέχει εξέχουσα θέση στη μυθολογία της ντόπιας φυλής των Λέπτσα, με εντυπωσιακότερο μύθο αυτόν που θέλει το βουνό να είναι η κατοικία του «Τσόνγκα», του «δαίμονα του βουνού», γνωστό σε εμάς ως «γέτι» (το 1925, μια Βρετανική αποστολή εντόπισε ένα μαλλιαρό δίποδο να περιφέρεται στο βουνό και ρωτώντας τους ντόπιους, στο άκουσμα της είδησης άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι). Πάντως, την επόμενη μέρα που θα επισκεπτόμουν την αρχαία πόλη Ραμπντέντσε, εντύπωση προκαλεί που η οχύρωση της πόλης δεν είναι στραμμένη προς τον κάμπο, απ’ όπου και θα περίμενε κανείς μια εισβολή, αλλά προς το βουνό (χαχα!).

***

Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμπντέντσε
Την επόμενη μέρα, και με τις οδηγίες του γλυκύτατου ξενοδόχου, παίρνω το μονοπάτι που θα με οδηγήσει στα ερείπια της αρχαίας πόλης και κατόπιν στο μοναστήρι Πεμαγιάνγκτσε. Αφού περιπλανήθηκα στον αρχαιολογικό χώρο, με διαρκή τη θέα της Κανγκτσεντσούνγκα, ξαναμπαίνω στο δάσος και κατευθύνομαι προς το μοναστήρι. Ξάφνου, ακούω από πάνω μου να πηδάει από κλαδί σε κλαδί κάτι πολύ μεγάλο! Κρακ, κρακ, να κάνουν τα κλαδιά και ο ίσκιος ενός ανθρωποειδούς να σκιαγραφείται στο έδαφος δίπλα μου. «Όχιιι, δε θέλω να πεθάνω έτσι (δηλαδή δεν έχω πρόβλημα να φαγωθώ, αλλ’ όμως αφού πεθάνω, φέρ’ ειπείν, από ανακοπή καρδιάς πάνω στο σεξ…)!». Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει, οι τρίχες στη πλάτη μου χορεύουν πεντοζάλη και εντελώς τρεμάμενος γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω ένα ασπρόμαυρο τέρας με κάτι τεράστια κίτρινα μάτια να με κοιτάει κατάματα, κι εγώ να προσπαθώ να καταλάβω αν με λιγουρεύεται ή με φοβάται! Μέχρι ν’ ανοίξω το καπάκι της φωτογραφικής μηχανής, έχει κάνει δυο πήδους κι έχει εξαφανιστεί στη ζούγκλα. Αργότερα έψαξα και βρήκα ότι ήταν ένα σπάνιο είδος μακάκου, του λευκογένη, παντελώς άκακο.

Παραδοσιακή μάσκα στη γιορτή του μοναστηριού
Όπως και νά ‘χει, επιταχύνω το βήμα μου να φτάσω στο μοναστήρι και στην ασφάλεια. Μπαίνοντας στο μοναστήρι, πηγαίνω προς τον κεντρικό ναό (το «Καθολικό» που θα λέγαμε για ένα ορθόδοξο μοναστήρι), και από το προαύλιό του κιόλας ακούγονται τα κρόταλα και τα κύμβαλα να βαρούν, εκείνα τα μακριά πνευστά να ηχούν με ήχους αρχέγονους, και τους μύστες να ωδούν με αυτούς τους βαθείς λαρυγγικούς ήχους: ΞΙΟΑΝΓΚ-ΤΖΟΥΝΓΚ-ΣΤΡΑΝΓΚ-ΠΣΙΣΤΣΣ, να κάνουν τα κρουστά, ΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ, να κάνουν τα πνευστά και ΡΛΡΛΡΛΡΛΡΛ να κάνουν οι ψάλτες, κι όλο αυτό να συνθέτει το πιο κακόηχο πράγμα που έχω ακούσει στη ζωή μου! Αν ήμουν ξωτικό, κακό πνεύμα ή ο γέτι, σίγουρα θα επέστρεφα από κει πού ‘ρθα!

Μία από τις αναπαραστάσεις στο ναό
Σε μιαν άκρη του ναού, και στον ψηλότερο το θρόνο, κάθεται ένα πιτσιρίκι και κάθε πιστός που έμπαινε, πήγαινε του φίλαγε το χέρι κι έριχνε τον οβολό στο κουτί. Μου κάνει νεύμα να πάω να καθίσω δίπλα του και νιώθω όλα τα βλέμματα να στρέφονται επάνω μου. Με δειλά βήματα προχωρώ προς το μέρος του, με τους πιστούς να με αγγίζουν, να μου τραβάν’ το παντελόνι και να μουρμουράνε μεταξύ τους. Κάθομαι δίπλα του και με φιλεύει από μια μεγάλη γαβάθα φιστίκια, μπανάνες και κάτι άλλα εξωτικά φρούτα που δεν είχα ξαναδεί. «Από που είσαι;». «Από την Ελλάδα». «Και τι κάνεις εδώ;». «Ταξιδεύω, θέλοντας να δω πως ζει ο κόσμος σε άλλα μέρη». «Και τι γνώμη έχεις για τη περιοχή μας;». «Πολύ φτώχεια αλλά ένα περίεργο πράγμα: όλοι χαμογελάνε!». «Για κοίτα καλά τις εικόνες, τ’ αγάλματα και τις αναπαραστάσεις», μου λέει. Κοιτάζω κι εγώ και τι να δω: βυζιά από δω, φαλλούς από κει, ζωγραφιές που ωχριά μπροστά τους η πιο σκληρή τσόντα! «Δηλαδή;;;», τον ρωτάω, προς στιγμήν ξεχνώντας ότι πρόκειται για ένα παιδί! «Σε αντίθεση μ ‘εσάς, εμείς εδώ δεν έχουμε ντροπές στον έρωτα. Δεν τον συγκαταλέγουμε καν στα «πάθη», που λέτε κι εσείς. Είναι ό,τι πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο, άλλωστε 1 δισεκατομμύριο που είμαστε το αποδεικνύει. Και γι’ αυτό δεν έχουμε ανάγκη το τσιγάρο, το αλκοόλ, τον καφέ, τα ναρκωτικά». Τούτο δεν δικαιολογεί τους ομαδικούς βιασμούς που διαβάζουμε στις εφημερίδες, πήγα να του πω, αλλ’ άσε μην έχουμε τίποτις ιστορίες και βρεθούμε πουθενά… ανασκολοπισμένοι! Αλλά μου έδωσε απάντηση για το γιατί γελάνε!

Τελικός προορισμός στη περιοχή η λίμνη Κετσεοπάλρι, ιερά λίμνη τόσο των Ινδουιστών όσο και των Βουδιστών. Έχει σχήμα πατούσας και οι μεν πιστεύουν ότι είναι η πατημασιά του Σίβα, οι δε του Βούδα. Η παράδοση θέλει το νερό της λίμνης να είναι τόσο αμόλυντο που τα πουλιά φροντίζουν να τη καθαρίζουν ακόμα και από φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα στις όχθες της. Εννοείται πως δεν επιτρέπεται καμία οικοδομική δραστηριότητα τριγύρω, και το πλησιέστερο που φτάνει κανείς με αυτοκίνητο είναι καμιά πεντακοσαριά μέτρα παραπέρα. Στη μια πλευρά της υπάρχει εξέδρα που οι πιστοί προσεγγίζουν το νερό και πλένουν το πρόσωπό τους, και στην άλλη μια βουδιστική στούπα κι ένας ινδουιστικός ναΐσκος συνυπάρχουν αρμονικά με το τοπίο. Με τούτο «κλείνει» και η εμπειρία του Σικκίμ.

«Η διαφορά μεταξύ «ΑΡΕΣΕΙ» & «ΑΓΑΠΩ»: Όταν σου άρεσει ένα λουλούδι, απλά το κόβεις.
Αλλά όταν αγαπάς ένα λουλούδι, το ποτίζεις καθημερινά. - Βούδας»


ΚΑΛΚΟΥΤΑ

Σούμπχας Τσάντρα Μποσέ
Δυο λεωφορεία κι ένα τρένο αργότερα (δηλαδή σχεδόν 24 ώρες), βγαίνω από το σταθμό της Καλκούτας. Το τοπίο γνώριμο: σκουπίδια, βρώμα, εξατμίσεις, κορναρίσματα. Πηγαίνω να αφήσω τα πράγματά μου στο ξενοδοχείο και να ξεχυθώ στη πόλη, το τελικό προορισμό του ταξιδιού μου στην Ινδία. Από τη πρώτη κιόλας στιγμή γίνεται αντιληπτή η αποικιακή αρχιτεκτονική της πόλης. Και πως να μην είναι έτσι άλλωστε, αφού η Καλκούτα αποτέλεσε την έδρα της «Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών» (το «Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.» της εποχής, που λέγαμε και νωρίτερα), και γρήγορα αναπτύχθηκε στο μεγαλύτερο πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό κέντρο της Ινδίας. Μάλιστα, μέχρι το 1911 ήταν και η πρωτεύουσα, οπότε και μεταφέρθηκε στο Νέο Δελχί εξαιτίας των ολοένα αυξανομένων ζυμώσεων στη πόλη για την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας από τους Εγγλέζους, με πρωτεργάτη τον Σούμπχας Τσάντρα Μποσέ, του οποίου αγάλματα κοσμούν σχεδόν όλη τη πόλη (αν και, χωρίς να αμφισβητεί κανείς τον πατριωτισμό του, έφτασε να ζητήσει βοήθεια από τον Χίτλερ προκειμένου να πετύχει το στόχο του. Έχουν δε μείνει στην ιστορία μνημειώδεις οι μεταμφιέσεις του κατά τη φυγή του από την Ινδία για τη Γερμανία, μέσω Αφγανιστάν – όπου το έπαιζε μουγγός και κουφός γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα – και κατόπιν ταξίδεψε στη Ρωσία ως Ιταλός Κόμης. Δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε, ούτε στη Ρωσία ούτε στη Γερμανία, και στράφηκε στους Γιαπωνέζους, πηγαίνοντας μέχρι τη Μαδαγασκάρη με γερμανικό υποβρύχιο και από κει με γιαπωνέζικο, καθιστώντας τον τον μοναδικό πολίτη στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ταξίδεψε με υποβρύχια δύο διαφορετικών στόλων! Είναι αυτός που πρώτος προσέδωσε στον Μαχάτμα Γκάντι το προσωνύμιο «Μπαπού», δηλ. «πατέρα του έθνους»).

Το μνήμα της Μητέρας Τερέζας
Αλλά εκείνη η προσωπικότητα που έχει συνδέσει το όνομά της με τη πόλη, είναι αυτής μιας Αλβανής καλόγριας, της οποίας το σπίτι που γεννήθηκε στα Σκόπια είχα επισκεφθεί πριν λίγα χρόνια. Και ήταν πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα να βρίσκομαι τόσο μακριά από τα μέρη μας όσο έφτασε κι εκείνη και τώρα να στέκομαι μπροστά στο μνήμα της, που εκατομμύρια έρχονται να προσκυνήσουνε. Ο λόγος για την Μητέρα Τερέζα, που τόσα έχουν γραφεί, και καλά και κακά. «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», είπε ο Απ. Παύλος (που λανθασμένα το ερμηνεύουμε ως «του νεκρού του συγχωρούνται όλα», πιο πολύ σημαίνει ότι ο «νεκρός αδυνατεί να προβεί σε άλλη αμαρτία» – γλύτωσε δηλαδή από τον πειρασμό).

Ρινόκερος στο ζωολογικό κήπο της Καλκούτας
Από τον οποίον δεν γλύτωσα εγώ, βλέποντας τις ορδές (Κυριακή γαρ) να κατευθύνονται στο ζωολογικό κήπο της πόλης. Κι εδώ βρέθηκα να καταπατώ τη δεύτερη υπόσχεσή μου, αυτή του να μην επισκεφθώ ζωολογικό κήπο και να ενθαρρύνω με την επίσκεψή μου αυτό το βάρβαρο έθιμο (του οποίου τη σκοπιμότητα μπορώ να αιτιολογήσω για εποχές που δεν υπήρχε η τηλεόραση, αλλά με τα σημερινά ντοκιμαντέρ μπορείς να έχεις πολύ καλύτερη πληροφόρηση και εικόνα για τα άγρια ζώα απ’ ότι «απλώς» να τα δεις ζωντανά). Αλλά ο πειρασμός ήταν μεγάλος γιατί στην είσοδο του κήπου είχε μιαν αφίσα με έναν ρινόκερο, που είχα μεγάλη περιέργεια να δω από κοντά. Αλλά και τα υπόλοιπα «γηγενή» ζώα της Ινδίας, όπως οι τίγρεις, οι κροκόδειλοι, οι μαϊμούδες και οι ελέφαντες. Εντέλει, έφυγα με μεγάλη θλίψη γιατί ΚΑΙ οι τα ζώα ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, ΚΑΙ οι επισκέπτες τα πειράζουν λες και βγάζουν τα απωθημένα τους για όσους συγγενείς τους έχουν φαγωθεί!

Η γέφυρα-ορόσημο της πόλης (Howrah Bridge)
Κατά τ’ άλλα, η Καλκούτα είναι ένα απέραντο μουσείο μηχανικής, κυρίως με τις γέφυρες που ενώνουν τις δυο πλευρές του ποταμού Χιούλι (παραπόταμου του Γάγγη), με τη μία εξ αυτών να ήταν, όταν κατασκευάστηκε, η τρίτη μεγαλύτερη γέφυρα του κόσμου. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι δεν έχει ούτε μία βίδα, όλη η κατασκευή στηρίζεται σε ένα ατσάλινο πλέγμα που «πλέκεται» μεταξύ του. Γενικά, η Καλκούτα έχει παράδοση στις μεταλλικές κατασκευές και είναι ήδη στα σκαριά η κατασκευή ενός (ακόμα) αντιγράφου του Πύργου του Άιφελ, με αναλογία 1:6 (κατακαημένα Φιλιατρά - των οποίων έχει αναλογία 1:18…).

***

Με τούτα και μ’ εκείνα, φτάνω στο τέλος της περιοδείας μου στην Ινδία. Αν και πήρα μια καλή γεύση, η Ινδία είναι μια τεράστια χώρα με απίστευτες εναλλαγές τοπίων. Εντούτοις, για πρώτη φόρα ήταν αρκετά αυτά που είδα κι επιφυλάσσομαι για την επομένη. Για όσους σκέφτονται να έρθουν, ορίστε ολίγες μικρές συμβουλές: το νερό ΔΕΝ πίνεται! Ακόμα και το εμφιαλωμένο δεν είναι 100% ασφαλές, αφού πρόκειται για φιλτραρισμένο νερό από τον Γάγγη (ναι, τον ίδιο που επιπλέουν σκουπίδια, πτώματα και περιττώματα!). Ως εκ τούτου, αυτό που έκανα, και κατ’ επέκταση προτείνω, είναι χάπια απολύμανσης νερού. Δεν είναι ό,τι καλύτερο για τον οργανισμό, αλλά είναι καλύτερο από την δυσεντερία! Εξάλλου, δεν πρόκειται κανείς μας να πάει να μείνει μόνιμα εκεί (νομίζω…). Άλλη καλή συμβουλή: όταν περπατάει κανείς στο δρόμο, να προτιμά την πλευρά που τα οχήματα κινούνται αντίθετα για τους εξής λόγους: πρώτον, για να δει αυτόν που θά ‘ρθει κατά πάνω του και ίσως να προλάβει να αντιδράσει. Δεύτερον: να αποθαρρύνει τσαντάκηδες που συνήθως χτυπάνε από πίσω. Τρίτον (και ποιο σημαντικό): να ελαχιστοποιήσει όλους αυτούς του ιδιοκτήτες των τουκ-τουκ που δε σ’ αφήνουν δευτερόλεπτο σε ησυχία! Μα δε μπορεί να φανταστεί κανείς για τι πράγμα πρόκειται! Δε τολμάς να κάνεις μέτρο και σταματάει ο λεγάμενος ρωτώντας «τουκ-τουκ;». Μα δε θέλω χριστιανέ μου (εντάξει, ινδουιστέ μου)! Ξανά μανά «τουκ-τουκ;» (ο ίδιος!). Μόλις φύγει αυτός έρχεται άλλος: «τουκ-τουκ;». Και δε μπορείς να τους αγνοήσεις, όσο τους αγνοείς τόσο επιμένουν! Τουλάχιστον αν κινείσαι ανάποδα προς τη κυκλοφορία, δύσκολα σταματάνε γιατί θα πρέπει να κάνουν αναστροφή. I loved India!!!

(Ακολουθούν επιπλέον φωτογραφίες)

Το προαύλιο ενός τυπικού Βουδιστικού ναού…


…και η διακόσμηση του εξωτερικού του

Μμμ, δεν ξέρω τι να πρωτοπαραγγείλω!

«Άντε, μωρή, προχώρει». Ισότητα…

Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των δυστυχημάτων λόγω έλλειψης κράνους, κοίτα τί σκεφτήκανε!!!

Ο καλυτερότερος: ούτε ΕΝΦΙΑ, ούτε τίποτα!

Μα δεν είναι συγκλονιστικές οι κοινές αναφορές των θρησκειών;

«Μη ξεχάσεις να τραβήξεις το καζανάκι!!!»

Περιμένοντας τον τουρίστα…

Ποιον μου θυμίζει, ποιον μου θυμίζει…

Ούτε εδώ έχουν ΕΝΦΙΑ… αλλά ούτε και ρεύμα, ούτε νερό, ούτε ίντερνετ…

Νυχτερίδες στα δέντρα των δρόμων της Καλκούτας

Το άγαλμα του Άτλαντος στο κέντρο της Καλκούτας

Χρώματα παντού!

Μνημείο του αγώνα της απελευθέρωσης στο μετρό του Δελχί

Γεια σου, αθάνατε Καζαντζάκη!!!

Ό,τι μπορεί ο καθένας κάνει: δυο ρουπίες να σου πάρω το ύψος

Δεν είναι γίδι, δεν είναι μουλάρι, δεν είναι αντιλόπη. Τί είναι;

Όχι, εντάξει, αυτό ξέρω τι ζώο είναι…


«Μάστορα, νομίζω ότι φταίει το καλώδιο, εκείνο εκεί δεξιά»

«Είναι κακό στην άμμο να χτίιιζεις παλάτια, ο βοριάς θα τα κάνει συντρίιιμια κομμάτια»

Τα κόπρανα των αγελάδων ξερένονται στον ήλιο για να γίνουν καύσιμη ύλη

«Φάε, φάε, να έχουμε να ζεσταινόμαστε!»

Μπορεί να ζέχνει ο τόπος κατουρλίλα, αλλά η καθαριότητα, καθαριότητα!

Ορυζώνες ίσαμε τα 3.000 μέτρα υψόμετρο!

…και στο βάθος η Κανγκτσεντσούνγκα ορθώνει το ανάστημά της!

«Παρακαλώ να κλείνετε τα παράθυρα για να μη φεύγει ο κλιματισμός», μπουάχαχα!!!

Απόδειξη ότι οι Ινδοί είναι απόγονοι των Ελλήνων (α, ρε Λιακόπουλε!)

Μεροδούλι, μεροφάι

Κι άλλα χρώματα

«Αποδείξεις κόβετε;»

Μήπως χωρίς τηλεόραση είναι καλύτερα;

Comments